προαίρεση

προαίρεση
η / προαίρεσις, -έσεως, ΝΜΑ [προαιροῡμαι]
1. η ενδόμυχη ψυχική τάση για κάτι, επιθυμία, πρόθεση (α. «ό,τι έκανε, τό έκανε από αγαθή προαίρεση» β. «ἡ κατὰ προαίρεσιν κίνησις», Αριστοτ.)
2. (στον Αριστοτ.) η απόφαση την οποία παίρνει κανείς μετά από σκέψη προκειμένου να εκτελέσει μια πράξη εξαρτώμενη από την προσωπική δύναμη και ικανότητα τού καθένα, σε αντιδιαστολή προς τη βούληση η οποία ενδέχεται να αναφέρεται και σε πράγματα που υπερβαίνουν τις δυνατότητές του
3. φρ. α) «κατά προαίρεση» ή «κατὰ προαίρεσιν» — σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κάποιου, χωρίς καμία εξωτερική δέσμευση ή εξαναγκασμό
β) «τα κατά προαίρεση αδικήματα» — αδικήματα που διαπράττονται από κακή πρόθεση
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) η γενική κατεύθυνση τής σκέψης και τού θυμικού τού ανθρώπου κατά την οποία το άτομο κρίνει από ηθική άποψη τόσο τις δικές του πράξεις όσο και τις πράξεις τών άλλων, δηλαδή το σύνολο τών εσωτερικών κινήτρων τού ανθρώπου ή το σύνολο τών βουλητικών του προδιαθέσεων οι οποίες, χωρίς μακρά από μέρους του σκέψη, τού υπαγορεύουν το πρακτέο κάθε φορά
2. φρ. «δικαίωμα προαίρεσης»
(οικον.) ευχέρεια που παρέχεται σε τρίτο πρόσωπο μέχρι να αποδεχθεί, σε ορισμένα χρονικά όρια, την προτεινόμενη συναλλαγή
αρχ.
I. ελεύθερη εκλογή πράγματος πριν από άλλον, η πράξη τής εκλογής ή τής απόφασης μετά από ώριμη σκέψη
2. κλίση, διάθεση
3. κίνητρο, αίτιο
4. σκοπός ή σχέδιο ενέργειας
5. αρχή βάσει τής οποίας ρυθμίζεται η συμπεριφορά, η διαγωγή
6. βεβουλευμένος τρόπος ενέργειας, πολιτική
7. σύστημα διακυβέρνησης, πολίτευμα
8. κλάδος, τμήμα τής κοινής, δημόσιας ζωής («πολλῶν προαιρέσεων οὐσῶν τῆς πολιτείας τὴν περὶ τὰς Ἑλληνικὰς πράξεις εἱλόμην», Δημοσθ.)
9. πολιτική μερίδα ή φατρία
10. φιλοσοφική ή μουσική σχολή
11. διοίκηση
12. χαρακτήρας
13. τρόπος ζωής
14. αφοσίωση σε κάτι
15. εκδήλωση σεβασμού
16. σπουδή, ζήλος, προθυμία
17. έκφραση γνώμης
18. άποψη
19. (για βιβλίο) νόημα
20. στον πληθ. αἱ προαιρέσεις
α) οι πολιτικές αρχές
β) οι αρχές τής ηθικής
21. φρ. α) «ζῶ κατὰ προαίρεσιν» — ζω όπως επιθυμώ
β) «παρὰ τὴν προαίρεσιν» — αντίθετα με τη θέληση κάποιου
γ) «προαίρεσις πονηρίας» — το να σκέπτεται κανείς με κακία από πριν
δ) «αἱ κοιναὶ προαιρέσεις»
i) οι δημόσιες αρχές
ii) (κατ' επέκτ.) η πολιτική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προαίρεση — η βούληση, επιθυμία, πρόθεση: Ό,τι έκανα το έκανα με αγαθή προαίρεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοπροαίρετος — η, ο (Μ καλοπροαίρετος, ον) αυτός που έχει καλή προαίρεση, τίμια πρόθεση, καλόγνωμος, καλότροπος νεοελλ. (για έργα, ενέργειες, εκδηλώσεις) αυτός που γίνεται από αγαθή προαίρεση («καλοπροαίρετη προσφορά»). επίρρ... καλοπροαίρετα με καλή πρόθεση,… …   Dictionary of Greek

  • αγαθοπροαίρετος — η, ο αυτός που έχει αγαθή προαίρεση, καλοπροαίρετος, καλότροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + προαίρεση] …   Dictionary of Greek

  • δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας …   Dictionary of Greek

  • προαιρετικός — ή, ό / προαιρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαίρεση, αυτός που γίνεται κατά προαίρεση, σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός («προαιρετική εισφορά») αρχ. 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …   Dictionary of Greek

  • αντιποίηση — Στη νομική ορολογία, α. αρχής ή υπηρεσίας καλείται όταν ένα άτομο εμφανίζεται, χωρίς να είναι, φορέας δημόσιας ή δημοτικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και υπηρεσίας λειτουργού της επίσημης ή άλλης γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας και του δικηγορικού… …   Dictionary of Greek

  • αυτεπάγγελτος — η, ο (AM αὐτεπάγγελτος, ον) αυτός που κάνει κάτι από μόνος του ή από δική του προαίρεση νεοελλ. φρ. «αυτεπάγγελτη δίωξη» η ποινική δίωξη που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη πράξη αρχ. απρόσκλητος …   Dictionary of Greek

  • αυτοδικία — Αξιόποινο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Συνίσταται στην ικανοποίηση από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο (αυτογνώμονα) μιας αξίωσης σχετικά με δικαίωμα που έχει πραγματικά ή οικειοποιείται με την… …   Dictionary of Greek

  • ευπροαίρετος — εὐπροαίρετος, ον (Α) αυτός που έχει καλή προαίρεση, ο καλοπροαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ αιρετός (< προ αιρούμαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”